- ἀντικαταλλαγή
- ἀντι-κατ-αλλαγή, die (gegenseitige) Vertauschung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντικαταλλαγή — ἀντικαταλλαγή, η (Α) 1. ανταλλαγή 2. ανταπόδοση … Dictionary of Greek
ἀντικαταλλαγή — exchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγῆς — ἀντικαταλλαγή exchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγήν — ἀντικαταλλαγή exchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλαγάς — ἀντικαταλλαγά̱ς , ἀντικαταλλαγή exchange fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)